- νεκροφάνεια
- Η κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο φαίνεται ως νεκρό εξαιτίας αναστολής των εξωτερικών εκδηλώσεων της ζωής του. Η ν. εκδηλώνεται με διακοπή της κινητικότητας και αισθητικότητας του ατόμου, έλλειψη της συνείδησης, και σχεδόν πλήρη διακοπή της αναπνοής και της κυκλοφορίας του αίματος, τόσο που να μη γίνονται πια αισθητές. Τέτοιες καταστάσεις μπορούν να προκληθούν από την ασφυξία (κυανή ή λευκή) των νεογέννητων, την ψύξη, την ηλεκτροπληξία, την εγκεφαλική διάσειση, τη δηλητηρίαση από υπνωτικά φάρμακα κλπ., οπότε τα σημεία ζωής είναι ασθενέστατα και δυσδιάκριτα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι δυνατόν να διαγνωστεί ο θάνατος από μία σειρά σημείων (έλλειψη ανακλάσεων, τέλεια σχεδόν έλλειψη της αναπνοής, πτώση της θερμοκρασίας του οργανισμού κ.ά.), από τα οποία όμως απουσιάζουν τα βέβαια σημεία του θανάτου (πτωματικές κηλίδες, νεκρική ακαμψία, όξινη αντίδραση των σπλάγχνων κλπ.).
* * *ηκατάσταση που χαρακτηρίζεται από προσωρινή παύση, επιβράδυνση στο έπακρο τών βιολογικών λειτουργιών, οι οποίες γίνονται αντιληπτές με μεγάλη δυσκολία και δίνουν στο άτομο την εμφάνιση νεκρού.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροφανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Α. Καραγιάννη].
Dictionary of Greek. 2013.